Ο Καπετάνιος και ο Πνιγμένος
Ήταν μια φορά ένας καπετάνιος που του άρεσε το ψάρεμα. Εκείνη τη μέρα ο καιρός έδειχνε πολύ καλός και έτσι ο καπετάνιος αποφάσισε να πάρει τη βάρκα του και να βγει στα ανοιχτά για ψάρεμα.
Η Θάλασσα ήταν πολύ καλή αλλά όσο περνούσε η ώρα άρχιζε σιγά σιγά να φουρτουνιάζει. Όχι κάτι ανησυχητικό, έτσι ο καπετάνιος συνέχισε απτόητος.
Όλα έδειχναν ότι θα ήταν μια φυσιολογική μέρα στο ψάρεμα.
Κάποια στιγμή, ο καπετάνιος πρόσεξε στο βάθος μια δεύτερη βάρκα που φαινόταν εγκαταλελειμμένη. Πλησίασε τη βάρκα και φώναξε:
“Είναι κανείς εκεί;”
Καμία απάντηση! Κανένας δεν ανταποκρίθηκε. Αρκετά μέτρα μακριά, ο καπετάνιος διέκρινε κάτι να κινείται στη θάλασσα. Πήρε τα κιάλια του με γρήγορες κινήσεις και κοίταξε μέσα από αυτά να δει πιο καθαρά.
Ένας άνθρωπος ήταν στη θάλασσα. Έκανε μεγάλες και απότομες κινήσεις και φαινόταν ότι πνίγεται!
Ο καπετάνιος σκέφτηκε πόσο τυχερός ήταν ο άνθρωπος που πνιγόταν αφού βρέθηκε στο δρόμο του ο ίδιος και τώρα θα μπορούσε να τον σώσει! Γρήγορα λοιπόν, έβαλε μπρος τις μηχανές για να πάει όσο πιο κοντά μπορούσε στον άνθρωπο που πνιγόταν!
Όταν έφτασε, πήρε ένα από τα σωσίβια που είχε στη βάρκα του και το πέταξε όσο πιο κοντά μπορούσε στον άντρα που πνιγόταν. Το σωσίβιο προσγειώθηκε γύρω στα 15 μέτρα μακριά από τον άντρα και ο καπετάνιος, απογοητευμένος από τον εαυτό του, σκέφτηκε πόσο άτσαλο ήταν το πέταγμα του.
“Πιάσε το σωσίβιο”, φώναξε στον άντρα. Ο άντρας δεν φαινόταν να κάνει κάποια κίνηση προς το σωσίβιο. Συνέχιζε να κάνει απότομες κινήσεις στο νερό.
Ο καπετάνιος τότε σκέφτηκε ότι αφού πέταξε το σωσίβιο πολύ μακριά από τον άντρα, γι’ αυτό ο άντρας δεν μπορούσε να το δει και να κολυμπήσει προς αυτό για να σωθεί.
Τότε, πήρε ένα δεύτερο σωσίβιο και το πέταξε ακόμα πιο κοντά στον άντρα. Αυτή τη φορά το σωσίβιο προσγειώθηκε μόνο 5 μέτρα μακριά από τον άντρα. Τώρα μπορούσε σίγουρα να το δει και να κολυμπήσει προς αυτό για να το πιάσει και να σωθεί.
“Πιάσε το σωσίβιο για να σωθείς!” Φώναξε ξανά στον άντρα, αλλά προς έκπληξη του, είδε το πρόσωπο του άντρα να αντιδρά. Έμοιαζε θυμωμένος και φοβισμένος την ίδια ώρα και συνέχισε να κάνει απότομες κινήσεις στο νερό!
Ο καπετάνιος τώρα δεν μπορούσε να καταλάβει τι γινόταν! “Ίσως έχει πάθει κάποια κράμπα και γι’ αυτό δεν μπορεί να κολυμπήσει” σκέφτηκε!
Η θάλασσα τώρα ήταν αρκετά φουρτουνιασμένη, αλλά ο καπετάνιος ένιωθε πολύ μεγάλο το αίσθημα της ευθύνης. Έπρεπε να σώσει τον άντρα που πνιγόταν, πάση θυσία!
Έβγαλε λοιπόν τα ρούχα του, πήδηξε από τη βάρκα του και άρχισε να κολυμπά προς τον άντρα όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Όταν έφτασε δίπλα του, ο άντρας κοίταξε τον καπετάνιο θυμωμένος και του είπε “Τι θέλεις από εμένα;” γιατί δεν με αφήνεις στην ησυχία μου; “Δεν βλέπεις ότι προσπαθώ να πνιγώ;”
Ο καπετάνιος δεν ήξερε τι να πει! Ο άντρας δεν είχε πάθει καμιά κράμπα, όπως νόμιζε. Θα μπορούσε να κολυμπήσει προς το σωσίβιο νωρίτερα αν ήθελε και σίγουρα, δεν ήθελε με τίποτα να σωθεί!
Δεν μπορούσε να χωρέσει στο μυαλό του καπετάνιου, πως κάποιος μπορεί απλά να προσπαθεί να πνιγεί από μόνος του! Προσπάθησε λοιπόν, να αρπάξει τον άντρα για να τον σώσει με το ζόρι, αλλά φαινόταν πια πολύ ξεκάθαρα ότι ο άντρας δεν ήθελε με τίποτα να σωθεί από κάποιον. Όσο προσπαθούσε, τόσο περισσότερο αντιδρούσε ο άντρας.
Τελικά, ο καπετάνιος αποφάσισε ότι ήταν μάταιο να συνεχίσει να κάνει το ίδιο πράγμα χωρίς αποτέλεσμα. Στεναχωρημένος για την έκβαση, ο καπετάνιος πέρασε το σχοινί του σωσίβιου γύρω από τη μέση του άντρα και αποφάσισε να γυρίσει πίσω στη βάρκα του. Δεν μπορούσε να διανοηθεί πως μπορεί κανείς να μη θέλει να σωθεί! Δεν μπορούσε με τίποτα να το καταλάβει. Πήρε μια βαθιά ανάσα και είπε “Έκανα ότι καλύτερο μπορούσα”. Τώρα δεν είναι δική μου απόφαση και πρέπει να το σεβαστώ.
Έτσι, ο καπετάνιος γύρισε στο σπίτι του. Χωρίς ψάρια, χωρίς ηρωισμούς και αρκετά στεναχωρημένος για την τύχη του άμοιρου άντρα στη θάλασσα.
Οι μέρες περνούσαν. Ο καπετάνιος στην αρχή αγωνιούσε για τον άντρα στη θάλασσα. Κάποιες μέρες, έπαιρνε τη βάρκα του και έκοβε βόλτες για να δει τι απέγινε ο άντρας. Μάταια όμως. Κανένα νέο και κανένα ίχνος από τον άντρα που είχε συναντήσει εκείνο το πρωινό στη θάλασσα.
Ένα χρόνο μετά, ο καπετάνιος ξύπνησε ένα πρωινό και ετοιμάστηκε να πάει για το καθιερωμένο του ψάρεμα. Το περιστατικό με τον άντρα στη θάλασσα είχε ξεθωριάσει πλέον. Δεν ωφελούσε να το σκέφτεται χωρίς να μπορεί να καταλάβει και να βγάλει άκρη. Έτσι, η μνήμη του το απέβαλε και πλέον σπανίως το θυμόταν.
Όταν άνοιξε τη πόρτα του σπιτιού να βγει έξω, έμεινε έκπληκτος με αυτό που είδε! Ένα σωσίβιο, ολόιδιο με τα δικά του αλλά ολοκαίνουριο και αστραφτερό! Και ένας φάκελος. Με ένα γράμμα μέσα! Έξω από το φάκελο έγραφε με καλλιγραφικά γράμματα τη λέξη «Γράμμα συγχώρεσης»! Ο καπετάνιος κάτι άρχισε να καταλαβαίνει, αλλά και πάλι δεν ήταν πολύ σίγουρος για το τι θα διάβαζε μέσα στις λέξεις αυτού του γράμματος.
Πήρε λοιπόν με αγωνία τον φάκελο, κάθισε στην άκρη της βεράντας του και άρχισε να διαβάζει:
Αγαπητέ μου φίλε,
Μου πήρε αρκετό καιρό για να καταφέρω να σου γράψω αυτό το γράμμα. Στην αρχή ήμουν πολύ θυμωμένος που βρέθηκες στο δρόμο μου και προσπαθούσες τόσο έντονα να με σώσεις. Όταν είδα τη γυαλιστερή σου βάρκα κι εσένα έτσι κομψό, ζήλεψα και ένιωσα ότι δεν θα μπορούσες ποτέ να καταλάβεις τι περνούσα. Μέχρι που σκέφτηκα ότι θα ήθελες να φανείς ήρωας στα μάτια των χωριανών και εξοργίστηκα ακόμα περισσότερο με την «εγωιστική» σου συμπεριφορά να θέλεις με το ζόρι να με σώσεις!
Βλέπεις, ήμουν πολύ στεναχωρημένος εκείνο το διάστημα. Η ζωή μου πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Συνέβαιναν τόσα πολλά στη ζωή μου που δεν ήμουν σε θέση να τα διαχειριστώ ακόμα. Η δουλειά, το σπίτι, οι υποχρεώσεις…
Φοβήθηκα, ότι αν συνέχιζα να προσπαθώ να βρω το δρόμο μου δεν θα τα κατάφερνα ποτέ! Ανησυχούσα ότι η ζωή μου θα ήταν για πάντα τόσο μίζερη, όσο εκείνη τη στιγμή και δεν μπορούσα να πιστέψω το αντίθετο.
Δεν ήθελα να σε πληγώσω και λυπάμαι που σε έδιωξα εκείνη τη μέρα. Έκανες τόσες πολλές προσπάθειες για να με σώσεις από σίγουρο πνιγμό αλλά εγώ, δεν μπορούσα να το καταλάβω. Δεν μπορούσα να δω καθαρά ότι υπήρχαν λύσεις στα προβλήματά μου αν ξεβολευόμουν και έπαιρνα την απόφαση να αλλάξω.
Θέλω να σε ευχαριστήσω που άφησες το σωσίβιο φεύγοντας. Χωρίς εκείνο, δεν θα μπορούσα να σωθώ. Βλέπεις, πάλευα για ώρες με τα κύματα, τις ανασφάλειές, το θυμό και το φόβο μου. Χρειάστηκε χρόνος μέχρι στο τέλος να αποφασίσω τι ήθελα να κάνω. Όταν πλέον κατάλαβα τι ήθελα να κάνω, ήμουν ήδη εξουθενωμένος! Χωρίς το σωσίβιό που μου είχες δέσει στη μέση φεύγοντας, δεν θα μπορούσα να είχα σωθεί.
Πλέον, η ζωή μου έχει αλλάξει. Η δουλειά, η οικογένεια, το σπίτι. Όλα είναι διαφορετικά! Όλα είναι διαφορετικά επειδή εγώ είμαι διαφορετικός!
Σε ευχαριστώ που μου έδωσες ότι χρειαζόμουν. Τον χώρο, το χρόνο και τα εφόδια για να πάρω τις δικές μου αποφάσεις και πλέον να είμαι σίγουρος γι’ αυτές. Όλες οι αποφάσεις που πήρα στο δικό μου χώρο και χρόνο, ήταν πολύ ξεκάθαρες και καθοριστικές!
Θα ήθελα να σε προσκαλέσω όποτε θέλεις στο σπίτι μου. Η διεύθυνση μου είναι στο κάτω μέρος αυτού του γράμματος. Θα χαρώ να σε δω, να σε φιλοξενήσω και να σε ευχαριστήσω από κοντά για τον άνθρωπο που με έχεις βοηθήσει να γίνω.»
N.M
Τα συμπεράσματα της ιστορίας τα αφήνω σε εσένα. Τι καταλαβες και πως ένιωσες διαβάζοντας την; Ποια δική σου σχέση ή περιστατικό μπορεί να συνδεθεί με τη πιο πάνω ιστορία; Τι μπορεί να είναι πιθανό; Πως θέλεις να διαχειριστείς αυτή τη σχέση; Θα σου δώσω το δικό σου χώρο και χρόνο να σκεφτείς και αν θέλεις να επανέλθεις, ξέρεις που θα με βρεις!